ἑορτή

ἑορτή
ἑορτ-ή, in [dialect] Ion. Prose [full] ὁρτή (so Schwyzer726.21 (Milet., v B.C.), prob. in Ion Trag.21, but
A

ἑορτή Schwyzer725.12

(Milet., vi B. C.)), , feast, festival, holiday,

ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑ. Od.20.156

;

ἑ. τοῖο θεοῖο 21.258

;

ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Hdt.1.31

; ὁρτὴν ἄγειν keep a feast, ib.147, cf. Th.4.5, etc.;

ἄξεις τότ' ἀμελιτῖτιν ὁρτὴν ἐξ ὁρτῆς Herod.5.85

;

ὁρτὴν ποιευμένους Hdt.1.150

;

ὁρτὴν ἀνάγειν Id.2.40

,48, al.;

ἑορτὰς ἑορτάσαι X.Ath.3.2

;

ἑορτὴν τῇ θεῷ ποιεῖν Th.2.15

;

ἡ τῶν Παναθηναίων ἑ. D.4.35

: metaph., οἵας ἑορτῆς ἔστ' ἀπόπτυστοι θεοῖς στέργηθρ' ἔχουσαι, of the Eumenides, A.Eu. 191;

ἑορτὴ ὄψεως Ael.VH13.1

.
2 generally, holiday-making, amusement, pastime,

παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν Pl.Phdr.276b

, etc.; so

ἑορτὴν ἡγεῖσθαι τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι Th.1.70

.
3 prov., κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν to have come the day after the fair, Pl.Grg.447a; ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά every day's a holiday to those who don't work, Theoc. 15.26, cf. Herod.6.17;

ἄγουσιν ἑ. οἱ κλέπται Suid.

4 assembled multitude at a festival,

ὄχλος καὶ ἑ. καὶ στρατὸς καὶ πλῆθος Plot.6.6.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑορτή — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑορτῇ — ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — η βλ. γιορτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α …   Dictionary of Greek

  • Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε …   Dictionary of Greek

  • ἑορτῆι — ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταῖς — ἑορτή feast fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορτήν — ἑορτή feast fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl (ionic) ὁρτή feast fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”